- κατσαρομάλλης, -α
- κατσαρομάλλης, -α και -ούσα, -ικο αυτός που έχει κατσαρά μαλλιά: Είναι κατσαρομάλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατσαρομάλλης — α, ικο, θηλ. και κατσαρομαλλούσα αυτός που έχει κατσαρά μαλλιά, σγουρομάλλης … Dictionary of Greek
Παπούα — Αναφέρονται και με την εξελληνισμένη μορφή Παπούες. Πληθυσμός της Νέας Γουινέας. Το όνομά τους προέρχεται από το μαλαϊκό πουάχ πουάχ, δηλαδή κατσαρά μαλλιά, επειδή έχουν χαρακτηριστική κόμη, που διακρίνει καθαρά τους Π. από τους μογγολικούς… … Dictionary of Greek
κατσαρόμαλλος — η, ο κατσαρομάλλης* … Dictionary of Greek
κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη … Dictionary of Greek
κλαστόθριξ — κλαστόθριξ, ότριχος, ὁ (Α) πάπ. (πιθ. ερμ.) κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός «σπαστός» + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λευκό θριξ, μεγαλό θριξ] … Dictionary of Greek
ουλόθριξ — ο, η και ουλότριχος, η, ο (ΑΜ οὐλόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ και οὐλότριχος, ον) αυτός που έχει κατσαρές τρίχες, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῑς θερμοῑς οὐλότριχες», Αριστοτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. βοτ. γένος φυκών τών… … Dictionary of Greek
ουλόκομος — οὐλόκομος, ον (Α) σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] … Dictionary of Greek
χαίτη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαίτα Α 1. μακριές τρίχες που κρέμονται από τον αυχένα τού αλόγου, τού λιονταριού και άλλων ζώων (α. «άλογο με κουρεμένη χαίτη» β. «ὅσα χαίτην ἔχει, ὥσπερ λέων», Αριστοτ.) 2. μακριά λυμένα μαλλιά που πέφτουν στους ώμους αρχ. 1 … Dictionary of Greek
σγουρομάλλης — ο θηλ. σγουρομάλλα αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, κατσαρομάλλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)